θυμάρι

θυμάρι
το бот. тимьян, чебрёц

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "θυμάρι" в других словарях:

  • θυμάρι — (Τhymus). Γένος φρυγανικών αρωματικών φυτών της οικογένειας των χειλανθών. Είναι γνωστό με την επιστημονική ονομασία θύμος ο κεφαλωτός. Το θ. είναι χαρακτηριστικό της εύκρατης και κυρίως της μεσογειακής ζώνης. Περιλαμβάνει περίπου 120 είδη, 24… …   Dictionary of Greek

  • θυμάρι — το ιού, φυτό με πολύ ευχάριστο άρωμα: Αυτό το μέλι μυρίζει θυμάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θυμαριά — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 313 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σουφλίου του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, 42 χλμ. ΒΑ της Αλεξανδρούπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τυχερού. Παλαιότερα ονομαζόταν… …   Dictionary of Greek

  • επίθυμον — το (Α ἐπίθυμον) βοτ. 1. παρασιτικό φυτό που φυτρώνει πάνω στο θυμάρι, επίθυμον το κοινόν, δημοτ. αμπελοκλάδι, μετάξι τής αλεπούς, λύκος στους αρχαίους κουσκούτα η επίθυμος 2. γένος φυτών τής οικογένειας τών περιαλλοκαυλοειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + …   Dictionary of Greek

  • θυμίτης — θυμίτης, ὁ (Α) [θύμον] ανακατωμένος ή αρωματισμένος με θύμο*, με θυμάρι (α. «ἅλας θυμίτας οἶσε» φέρε αλάτι ανακατωμένο με ρίγανη, Αριστοφ. β. «θυμίτης οἶνος» κρασί αρωματισμένο με θυμάρι, Διοσκ.) …   Dictionary of Greek

  • θυμαράκι — το 1. το φυτό θύμος, το θυμάρι 2. (στον πληθ. ως κύρ. όν.) τα Θυμαράκια συχνά ως τοπωνύμιο 3. μτφ. φρ. α) «στα θυμαράκια» στο νεκροταφείο β) «είναι για τα θυμαράκια» είναι ετοιμοθάνατος 4. ιδιωμ. ονομασία τού φυτού λαβαντίς, η αγριολεβάντα.… …   Dictionary of Greek

  • θύμον — θύμον, τὸ και θύμος, ὁ (Α) 1. το φυτό θύμος, το θυμάρι, η θυμαριά, το χαμοδρούμπι 2. θαλάσσιο φυτό 3. μίγμα από θυμάρι, μέλι και ξίδι που συνήθιζαν να τρώνε οι φτωχοί Αθηναίοι 4. (κατά τον Ησύχ.) «θύμον τὸ σκόροδον». [ΕΤΥΜΟΛ. < θύω (I) με τη… …   Dictionary of Greek

  • -άρι — κατάλ. ουδέτερων ουσ. της Νέας Ελληνικής με πλήθος παραγώγων. Συνδέεται ετυμολογικά με την κατάλ. άριο* < αρχ. υποκορ. κατάλ. άριον ή < μσν. κατάλ. άριον < λατ. κατάλ. arium. Ήδη στους μεσαιωνικούς χρόνους απαντά η κατάλ. άριν (<… …   Dictionary of Greek

  • αγριοθύμαρο — το θαμνώδες φυτό παρόμοιο με το θυμάρι, αλλά τραχύτερο, άκαρπο και άοσμο (κν. γαϊδουροθύμαρο) …   Dictionary of Greek

  • αιθέριος — Αυτός που ανήκει ή μοιάζει στον αιθέρα, λεπτός, διαφανής, αέριος, άυλος, αγγελικός (π.χ. α. πλάσμα). Αυτός που βρίσκεται ψηλά, στον αέρα (π.χ. α. ύψη). α. έλαια. Σύνθετες οργανικές ενώσεις που σχηματίζονται σε διάφορα φυτικά μέρη (άνθη, φύλλα,… …   Dictionary of Greek

  • επιθυμίς — ἐπιθυμίς, ή (Α) 1. υποθυμίς*, άνθινο στεφάνι που φορούσαν, συνήθως στα συμπόσια, γύρω από τον λαιμό, για να απολαμβάνουν εντονότερα το άρωμα 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιθυμίδες τὰ παντοδαπὰ στεφανώματα, ἅ τὰς γυναῖκας φορεῖν, οὕτω καλεῖσθαι» 3. το… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»